Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiàllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤallo] 1 το κίτρινο 2 (di semaforo) το πορτοκαλί 3 (romanzo) αστυνομικό μυθιστόρημα 4 (film) αστυνομική ταινία giàllo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈʤallo] κίτρινος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαromanzo [αρσ.] giallo = το αστυνομικό ρομάντζο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |