Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giallógnolo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤalˈloɲɲolo], [ʤalˈlɔɲɲolo]

κιτρινωπός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giallo giallore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gialliccio (επίθ.)
giallista (ουσ αρσ και θηλ.)
giallistica (θηλ.ουσ)
giallo (ουσ αρσ )
giallo (επίθ.)
giallognolo (αρσ. επίθ και ουσ)
giallore (ουσ αρσ )
giallume (ουσ αρσ )
Giamaica (θηλ.ουσ)
giamaicano (αρσ. επίθ και ουσ)
giambico (αρσ. επίθ και ουσ)
giambo (ουσ αρσ )
giammai (επίρ.)
gianduia (ουσ αρσ )
gianduiotto (ουσ αρσ )
giannetta (θηλ.ουσ)
Giannina (θηλ.ουσ)
giannizzero (ουσ αρσ )
giano (ουσ αρσ )
giansenismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---