Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coloniàle (ουσ αρσ και θηλ.) colorifìcio (ουσ αρσ )
coloniàle (επίθ.) colorimetrìa (θηλ.ουσ)
colonialìsmo (ουσ αρσ ) colorìmetro (ουσ αρσ )
colonialìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) colorìre (ρ. μτβ.)
colonialìstico (επίθ.) colorìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
colònico (επίθ.) colorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
colonizzàre (ρ. μτβ.) colorìstico (επίθ.)
colonizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) colorìto (ουσ αρσ )
colonizzazióne (θηλ.ουσ) colorìto (επίθ.)
colónna, colònna (θηλ.ουσ) coloritóre (αρσ. επίθ και ουσ)
colonnàre (επίθ.) coloritùra (θηλ.ουσ)
colonnàto (ουσ αρσ ) colóro (δεικτ. αντων.)
colonnàto (επίθ.) colossàle (επίθ.)
colonnèllo (ουσ αρσ ) colossèo (ουσ αρσ )
colonnìna (θηλ.ουσ) colòsso (ουσ αρσ )
colòno (ουσ αρσ ) colòstro (ουσ αρσ )
coloràbile (επίθ.) cólpa (θηλ.ουσ)
colorànte (ουσ αρσ και θηλ.) colpétto (ουσ αρσ )
colorànte (επίθ.) colpévole (ουσ αρσ και θηλ.)
coloràre (ρ. μτβ.) colpévole (επίθ.)
coloràrsi (ρ. μ. αμτβ.) colpevolézza (θηλ.ουσ)
coloràto (επίθ.) colpevolìsmo (ουσ αρσ )
colorazióne (θηλ.ουσ) colpevolìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colóre (ουσ αρσ ) colpevolizzàre (ρ. μτβ.)
colorerìa (θηλ.ουσ) colpìre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: