Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbruscàre (ρ. μτβ.) abducènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbrustiàre (ρ. μτβ.) abdùrre (ρ. μτβ.)
abbrustiatùra (θηλ.ουσ) abduttóre (ουσ αρσ )
abbrustoliménto (ουσ αρσ ) abduttóre (επίθ.)
abbrustolìre (ρ. μτβ.) abduzióne (θηλ.ουσ)
abbrustolìrsi (ρ. μ. αμτβ.) aberrànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbrutiménto (ουσ αρσ ) aberràre (ρ.αμτβ.)
abbrutìre (ρ.αμτβ.) aberrazióne (θηλ.ουσ)
abbrutìrsi (ρ. μ. αμτβ.) abetàia (θηλ.ουσ)
abbruttìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) abéte (ουσ αρσ )
abbruttìrsi (ρ.μ. (αντων.)) abetìna (θηλ.ουσ)
abbuffàrsi (ρ. μ. αμτβ.) abiettaménte (επίρ.)
abbuiaménto (ουσ αρσ ) abiettàre (ρ.αμτβ.)
abbuiàre (ρ.αμτβ.) abiettézza (θηλ.ουσ)
abbuiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) abiètto (επίθ.)
abbuòno (ουσ αρσ ) abiezióne (θηλ.ουσ)
abburattaménto (ουσ αρσ ) abigeàto (ουσ αρσ )
abburattàre (ρ.αμτβ.) abìgeo (ουσ αρσ )
abburattàta (θηλ.ουσ) àbile (επίθ.)
abburattatóre (ουσ αρσ ) abilità (θηλ.ουσ)
abburattóne (ουσ αρσ ) abilitàre (ρ. μτβ.)
abdicànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) abilitàrsi (ρ.μ. (αντων.))
abdicàre (ρ.αμτβ.) abilitàto (επίθ.)
abdicatàrio (επίθ.) abilitazióne (θηλ.ουσ)
abdicazióne (θηλ.ουσ) abilménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: