Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbruscàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abbrusˈkare]

επεξεργάζομαι με καπνό δέρματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbrunire abbrustiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbrumare (ρ.αμτβ.)
abbrunare (ρ. μτβ.)
abbrunarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbrunato (επίθ.)
abbrunire (ρ.αμτβ.)
abbruscare (ρ. μτβ.)
abbrustiare (ρ. μτβ.)
abbrustiatura (θηλ.ουσ)
abbrustolimento (ουσ αρσ )
abbrustolire (ρ. μτβ.)
abbrustolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbrutimento (ουσ αρσ )
abbrutire (ρ.αμτβ.)
abbrutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbruttire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuiamento (ουσ αρσ )
abbuiare (ρ.αμτβ.)
abbuiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---