Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbuiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbujaˈmento]

σκοτείνιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbuffarsi abbuiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbrutire (ρ.αμτβ.)
abbrutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbruttire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuiamento (ουσ αρσ )
abbuiare (ρ.αμτβ.)
abbuiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuono (ουσ αρσ )
abburattamento (ουσ αρσ )
abburattare (ρ.αμτβ.)
abburattata (θηλ.ουσ)
abburattatore (ουσ αρσ )
abburattone (ουσ αρσ )
abdicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdicare (ρ.αμτβ.)
abdicatario (επίθ.)
abdicazione (θηλ.ουσ)
abducente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdurre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---