ItalianoGreco


abburattàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abburatˈtare]

1 διαλέγω
2 ξεχωρίζω τα καλά
3 μιλώ συνεχώς και χωρίς νόημα
4 διαχωρίζω με κόσκινο
5 κοσκινίζω
6 ψιλοκοσκινίζω
7 εξετάζω επισταμένως


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---