Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaberrànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [aberˈrante] 1 διεστραμμένος 2 παρεκκλίνων 3 ανώμαλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |