Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabduttóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abdutˈtore] απαγωγός (μυς) abduttóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [abdutˈtore] 1 απαγωγός μυς 2 απαγωγέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |