Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abdicàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abdiˈkare]

1 απαρνούμαι (δικαίωμα ή εξουσία)
2 παραιτούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abdicante abdicatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abburattare (ρ.αμτβ.)
abburattata (θηλ.ουσ)
abburattatore (ουσ αρσ )
abburattone (ουσ αρσ )
abdicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdicare (ρ.αμτβ.)
abdicatario (επίθ.)
abdicazione (θηλ.ουσ)
abducente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdurre (ρ. μτβ.)
abduttore (ουσ αρσ )
abduttore (επίθ.)
abduzione (θηλ.ουσ)
aberrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aberrare (ρ.αμτβ.)
aberrazione (θηλ.ουσ)
abetaia (θηλ.ουσ)
abete (ουσ αρσ )
abetina (θηλ.ουσ)
abiettamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---