Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aberrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aberratˈtsjone]

1 ανωμαλία
2 απόκλιση
3 παρεκτροπή
4 παρέκκλιση
5 παραλογισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aberrare abetaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abduttore (ουσ αρσ )
abduttore (επίθ.)
abduzione (θηλ.ουσ)
aberrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aberrare (ρ.αμτβ.)
aberrazione (θηλ.ουσ)
abetaia (θηλ.ουσ)
abete (ουσ αρσ )
abetina (θηλ.ουσ)
abiettamente (επίρ.)
abiettare (ρ.αμτβ.)
abiettezza (θηλ.ουσ)
abietto (επίθ.)
abiezione (θηλ.ουσ)
abigeato (ουσ αρσ )
abigeo (ουσ αρσ )
abile (επίθ.)
abilità (θηλ.ουσ)
abilitare (ρ. μτβ.)
abilitarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---