Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàbile
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈabile] επιτήδειος (-α, -ο), ικανός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere abile in qualcosa = είμαι ικανός σε κάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |