Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abìsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈbisso]

1 λάκκος
2 χάος
3 γούβα
4 άβυσσος
5 βάραθρο
6 πολύ μεγάλο βάθος
7 άπατα και βαθιά νερά
8 πάτος
9 χάσμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abissale abitabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abilitato (επίθ.)
abilitazione (θηλ.ουσ)
abilmente (επίρ.)
abiocenosi (θηλ.ουσ)
abissale (επίθ.)
abisso (ουσ αρσ )
abitabile (αρσ. επίθ και ουσ)
abitabilità (θηλ.ουσ)
abitacolo (ουσ αρσ )
abitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abitare (ρ.αμτβ.)
abitato (ουσ αρσ )
abitato (επίθ.)
abitatore (ουσ αρσ )
abitazione (θηλ.ουσ)
abito (ουσ αρσ )
abituale (επίθ.)
abitualità (θηλ.ουσ)
abitualmente (επίρ.)
abituare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---