Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabìsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈbisso] 1 λάκκος 2 χάος 3 γούβα 4 άβυσσος 5 βάραθρο 6 πολύ μεγάλο βάθος 7 άπατα και βαθιά νερά 8 πάτος 9 χάσμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |