ItalianoGreco


abilitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abiliˈtato]

1 προσοντούχος
2 συνδεδεμένος
3 γαντζωμένος
4 αδειούχος (ως προς άδεια εργασίας)
5 ικανός για δεδομένο σκοπό
6 πτυχιούχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---