Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abitàcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abiˈtakolo]

1 θέση οδηγού αυτοκινήτου
2 τρώγλη
3 κακή κατοικία
4 θάλαμος διακυβέρνησης αεροπλάνου
5 θήκη πυξίδας και λάμπα πλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abitabilità abitante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abiocenosi (θηλ.ουσ)
abissale (επίθ.)
abisso (ουσ αρσ )
abitabile (αρσ. επίθ και ουσ)
abitabilità (θηλ.ουσ)
abitacolo (ουσ αρσ )
abitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abitare (ρ.αμτβ.)
abitato (ουσ αρσ )
abitato (επίθ.)
abitatore (ουσ αρσ )
abitazione (θηλ.ουσ)
abito (ουσ αρσ )
abituale (επίθ.)
abitualità (θηλ.ουσ)
abitualmente (επίρ.)
abituare (ρ. μτβ.)
abituarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abituato (επίθ.)
abitudinario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---