Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabituàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [abituˈare] συνηθίζω abituàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [abituˈarsi] συνηθίζω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabituarsi a fare qualcosa = συνηθίζω να κάνω κάτι || abituarsi a qualcosa = συνηθίζω σε κάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |