Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abitùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abiˈturo]

1 φτωχικό
2 καλύβα
3 σπίτι μικρό και βρόμικο
4 φτωχόσπιτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abitudine abiura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abituarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abituato (επίθ.)
abitudinario (ουσ αρσ )
abitudinario (επίθ.)
abitudine (θηλ.ουσ)
abituro (ουσ αρσ )
abiura (θηλ.ουσ)
abiurare (ρ.αμτβ.)
ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)
abluzione (θηλ.ουσ)
abnegare (ρ. μτβ.)
abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)
abolitivo (επίθ.)
abolizione (θηλ.ουσ)
abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---