Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabitùro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abiˈturo] 1 φτωχικό 2 καλύβα 3 σπίτι μικρό και βρόμικο 4 φτωχόσπιτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |