Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ablazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ablatˈtsjone]

1 απόσπαση
2 φυσική αποκόμιση πετρωμάτων
3 αφαίρεση
4 απόσχιση
5 αποχωρισμός
6 ξεκόλλημα
7 απόπτωση
8 αποκόλληση
9 αφαίρεση
10 απομάκρυνση (γεωλογία)
11 εκτομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ablativo abluzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abitudine (θηλ.ουσ)
abituro (ουσ αρσ )
abiura (θηλ.ουσ)
abiurare (ρ.αμτβ.)
ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)
abluzione (θηλ.ουσ)
abnegare (ρ. μτβ.)
abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)
abolitivo (επίθ.)
abolizione (θηλ.ουσ)
abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abolizionistico (επίθ.)
abomaso (ουσ αρσ )
abominabile (επίθ.)
abominando (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---