Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abiùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈbjura]

1 αποκήρυξη
2 αποστασία
3 αποσκίρτηση
4 απάρνηση ένορκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abituro abiurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abituato (επίθ.)
abitudinario (ουσ αρσ )
abitudinario (επίθ.)
abitudine (θηλ.ουσ)
abituro (ουσ αρσ )
abiura (θηλ.ουσ)
abiurare (ρ.αμτβ.)
ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)
abluzione (θηλ.ουσ)
abnegare (ρ. μτβ.)
abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)
abolitivo (επίθ.)
abolizione (θηλ.ουσ)
abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abolizionistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---