Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ablatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ablaˈtivo]

αφαιρετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abiurare ablazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abitudinario (επίθ.)
abitudine (θηλ.ουσ)
abituro (ουσ αρσ )
abiura (θηλ.ουσ)
abiurare (ρ.αμτβ.)
ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)
abluzione (θηλ.ουσ)
abnegare (ρ. μτβ.)
abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)
abolitivo (επίθ.)
abolizione (θηλ.ουσ)
abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abolizionistico (επίθ.)
abomaso (ουσ αρσ )
abominabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---