Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abnegazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abnegatˈtsjone]

1 αφοσίωση
2 εθελοθυσία
3 αποκήρυξη
4 αφιέρωση
5 αυταπάρνηση
6 αυτοθυσία
7 προσήλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abnegare abnorme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abiurare (ρ.αμτβ.)
ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)
abluzione (θηλ.ουσ)
abnegare (ρ. μτβ.)
abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)
abolitivo (επίθ.)
abolizione (θηλ.ουσ)
abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abolizionistico (επίθ.)
abomaso (ουσ αρσ )
abominabile (επίθ.)
abominando (επίθ.)
abominare (ρ. μτβ.)
abominazione (θηλ.ουσ)
abominevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---