Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abominàndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abomiˈnando]

1 μυσαρός
2 μισητός
3 αποκρουστικός
4 αηδιαστικός
5 αντιπαθής
6 απαίσιος
7 ειδεχθής
8 αποτρόπαιος
9 απεχθής
10 στυγερός
11 σιχαμένος
12 σιχαμερός
13 στυγνός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abominabile abominare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abolizionistico (επίθ.)
abomaso (ουσ αρσ )
abominabile (επίθ.)
abominando (επίθ.)
abominare (ρ. μτβ.)
abominazione (θηλ.ουσ)
abominevole (επίθ.)
abominio (ουσ αρσ )
aborigene (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aborigeno (αρσ. επίθ και ουσ)
aborrimento (ουσ αρσ )
aborrire (ρ.αμτβ.)
aborrire (ρ. μτβ.)
abortire (ρ.αμτβ.)
abortista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abortivo (επίθ.)
aborto (ουσ αρσ )
abracadabra (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---