Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabomìnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aboˈminjo] 1 απέχθεια 2 αντιπάθεια 3 σιχαμάρα 4 βδέλυγμα 5 απέχθεια 6 αποστροφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |