Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abrasìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abraˈzivo]

λειαντικό

abrasìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abraˈzivo]

1 κατάλληλος για απόξεση
2 τραχύς
3 λειαντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abrasività abrogabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aborto (ουσ αρσ )
abracadabra (ουσ αρσ )
abradere (ρ. μτβ.)
abrasione (θηλ.ουσ)
abrasività (θηλ.ουσ)
abrasivo (ουσ αρσ )
abrasivo (επίθ.)
abrogabile (επίθ.)
abrogare (ρ. μτβ.)
abrogativo (επίθ.)
abrogatorio (επίθ.)
abrogazione (θηλ.ουσ)
abrotano (ουσ αρσ )
ABS (ακρ.)
absidale (επίθ.)
abside (θηλ.ουσ)
absintina (θηλ.ουσ)
abulia (θηλ.ουσ)
abulico (αρσ. επίθ και ουσ)
abusare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---