Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abrogazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abrogatˈtsjone]

1 ακύρωση
2 ανάκληση
3 ματαίωση
4 κατάργηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abrogatorio abrotano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abrasivo (επίθ.)
abrogabile (επίθ.)
abrogare (ρ. μτβ.)
abrogativo (επίθ.)
abrogatorio (επίθ.)
abrogazione (θηλ.ουσ)
abrotano (ουσ αρσ )
ABS (ακρ.)
absidale (επίθ.)
abside (θηλ.ουσ)
absintina (θηλ.ουσ)
abulia (θηλ.ουσ)
abulico (αρσ. επίθ και ουσ)
abusare (ρ.αμτβ.)
abusivamente (επίρ.)
abusivo (επίθ.)
abuso (ουσ αρσ )
acacia (θηλ.ουσ)
acagiù (ουσ αρσ )
acanto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---