Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabusìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [abuˈzivo] καταχρηστικός (-ή, -ό), αυθαίρετος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |