ItalianoGreco


acatafasìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akatafaˈzia]

ακαταφασία (παθολογική διαταραχή του λόγου με λάθη γραμματικά και συντακτικά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---