Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àcaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈakaro]

άκαρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acariosi acarpo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acanto (ουσ αρσ )
acariasi (θηλ.ουσ)
acaricida (ουσ αρσ )
acaricida (επίθ.)
acariosi (θηλ.ουσ)
acaro (ουσ αρσ )
acarpo (επίθ.)
acatafasia (θηλ.ουσ)
acatalessia (θηλ.ουσ)
acatalettico (επίθ.)
acataposi (θηλ.ουσ)
acattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
acca (ουσ αρσ και θηλ.)
accademia (θηλ.ουσ)
accademicamente (επίρ.)
accademico (επίθ.)
accademismo (ουσ αρσ )
accademista (ουσ αρσ και θηλ.)
accadere (ρ.αμτβ.)
accadimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---