ItalianoGreco


acànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈkanto]

1 γλυπτή διακόσμηση κιονοκράνων Κορινθιακού ρυθμού με φύλλα όμοιου σχήματος με το αγκάθι
2 άκανθος (φυτό με αγκαθωτά φύλλα)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---