Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈkanto]

1 γλυπτή διακόσμηση κιονοκράνων Κορινθιακού ρυθμού με φύλλα όμοιου σχήματος με το αγκάθι
2 άκανθος (φυτό με αγκαθωτά φύλλα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acagiù acariasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abusivamente (επίρ.)
abusivo (επίθ.)
abuso (ουσ αρσ )
acacia (θηλ.ουσ)
acagiù (ουσ αρσ )
acanto (ουσ αρσ )
acariasi (θηλ.ουσ)
acaricida (ουσ αρσ )
acaricida (επίθ.)
acariosi (θηλ.ουσ)
acaro (ουσ αρσ )
acarpo (επίθ.)
acatafasia (θηλ.ουσ)
acatalessia (θηλ.ουσ)
acatalettico (επίθ.)
acataposi (θηλ.ουσ)
acattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
acca (ουσ αρσ και θηλ.)
accademia (θηλ.ουσ)
accademicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---