Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈbɔrto]

1 η άμβλωση
2 (spontaneo) η αποβολή
3 (provocato) η έκτρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abortivo abracadabra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aborrire (ρ.αμτβ.)
aborrire (ρ. μτβ.)
abortire (ρ.αμτβ.)
abortista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abortivo (επίθ.)
aborto (ουσ αρσ )
abracadabra (ουσ αρσ )
abradere (ρ. μτβ.)
abrasione (θηλ.ουσ)
abrasività (θηλ.ουσ)
abrasivo (ουσ αρσ )
abrasivo (επίθ.)
abrogabile (επίθ.)
abrogare (ρ. μτβ.)
abrogativo (επίθ.)
abrogatorio (επίθ.)
abrogazione (θηλ.ουσ)
abrotano (ουσ αρσ )
ABS (ακρ.)
absidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---