Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈbɔrto] 1 η άμβλωση 2 (spontaneo) η αποβολή 3 (provocato) η έκτρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |