Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abortìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aborˈtista]

1 προκαλών αμβλώσεις
2 οπαδός της ελευθερίας των αμβλώσεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abortire abortivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aborigeno (αρσ. επίθ και ουσ)
aborrimento (ουσ αρσ )
aborrire (ρ.αμτβ.)
aborrire (ρ. μτβ.)
abortire (ρ.αμτβ.)
abortista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abortivo (επίθ.)
aborto (ουσ αρσ )
abracadabra (ουσ αρσ )
abradere (ρ. μτβ.)
abrasione (θηλ.ουσ)
abrasività (θηλ.ουσ)
abrasivo (ουσ αρσ )
abrasivo (επίθ.)
abrogabile (επίθ.)
abrogare (ρ. μτβ.)
abrogativo (επίθ.)
abrogatorio (επίθ.)
abrogazione (θηλ.ουσ)
abrotano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---