Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaborìgeno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [aboˈriʤeno] 1 αυτόχθων 2 γηγενής κάτοικος 3 πρωτόγονος άνθρωπος 4 ιθαγενής κάτοικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |