Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abnòrme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abˈnɔrme]

1 αφύσικος
2 αντικανονικός
3 υπερβολικός
4 ασυνήθιστος
5 ανώμαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abnegazione abolibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)
abluzione (θηλ.ουσ)
abnegare (ρ. μτβ.)
abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)
abolitivo (επίθ.)
abolizione (θηλ.ουσ)
abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abolizionistico (επίθ.)
abomaso (ουσ αρσ )
abominabile (επίθ.)
abominando (επίθ.)
abominare (ρ. μτβ.)
abominazione (θηλ.ουσ)
abominevole (επίθ.)
abominio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---