Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abolizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abolitˈtsjone]

1 απάλειψη
2 ακύρωση
3 ματαίωση
4 ανάκληση
5 κατάργηση
6 αναίρεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abolitivo abolizionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)
abolitivo (επίθ.)
abolizione (θηλ.ουσ)
abolizionismo (ουσ αρσ )
abolizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abolizionistico (επίθ.)
abomaso (ουσ αρσ )
abominabile (επίθ.)
abominando (επίθ.)
abominare (ρ. μτβ.)
abominazione (θηλ.ουσ)
abominevole (επίθ.)
abominio (ουσ αρσ )
aborigene (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aborigeno (αρσ. επίθ και ουσ)
aborrimento (ουσ αρσ )
aborrire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---