Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abituàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abituˈato]

συνηθισμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abituarsi abitudinario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere abituato a fare qualcosa = είμαι συνηθισμένος να κάνω κάτι || essere abituato a qualcosa = είμαι συνηθισμένος σε κάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abituale (επίθ.)
abitualità (θηλ.ουσ)
abitualmente (επίρ.)
abituare (ρ. μτβ.)
abituarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abituato (επίθ.)
abitudinario (ουσ αρσ )
abitudinario (επίθ.)
abitudine (θηλ.ουσ)
abituro (ουσ αρσ )
abiura (θηλ.ουσ)
abiurare (ρ.αμτβ.)
ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)
abluzione (θηλ.ουσ)
abnegare (ρ. μτβ.)
abnegazione (θηλ.ουσ)
abnorme (επίθ.)
abolibile (επίθ.)
abolire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---