Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàbito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈabito] 1 το ένδημα 2 (da uomo) το κοστούμι 3 (da donna) το φόρεμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabito [αρσ.] da sposa = το νυφικό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |