Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àbito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈabito]

1 το ένδημα
2 (da uomo) το κοστούμι
3 (da donna) το φόρεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abitazione abituale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


abito [αρσ.] da sposa = το νυφικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abitare (ρ.αμτβ.)
abitato (ουσ αρσ )
abitato (επίθ.)
abitatore (ουσ αρσ )
abitazione (θηλ.ουσ)
abito (ουσ αρσ )
abituale (επίθ.)
abitualità (θηλ.ουσ)
abitualmente (επίρ.)
abituare (ρ. μτβ.)
abituarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abituato (επίθ.)
abitudinario (ουσ αρσ )
abitudinario (επίθ.)
abitudine (θηλ.ουσ)
abituro (ουσ αρσ )
abiura (θηλ.ουσ)
abiurare (ρ.αμτβ.)
ablativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ablazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---