Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abitàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abiˈtato]

κατοικημένη περιοχή

abitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abiˈtato]

κατοικημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abitare abitatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abitabile (αρσ. επίθ και ουσ)
abitabilità (θηλ.ουσ)
abitacolo (ουσ αρσ )
abitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abitare (ρ.αμτβ.)
abitato (ουσ αρσ )
abitato (επίθ.)
abitatore (ουσ αρσ )
abitazione (θηλ.ουσ)
abito (ουσ αρσ )
abituale (επίθ.)
abitualità (θηλ.ουσ)
abitualmente (επίρ.)
abituare (ρ. μτβ.)
abituarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abituato (επίθ.)
abitudinario (ουσ αρσ )
abitudinario (επίθ.)
abitudine (θηλ.ουσ)
abituro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---