Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabitàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [abiˈtare] κατοικώ, μένω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabitare a Venezia = μένω στην βενετία || abitare al paese = μένω στο χωριό || abitare in campagna = μένω στην εξοχή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |