ItalianoGreco


abiettézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abjetˈtettsa]

1 αθλιότητα
2 λιγοψυχία
3 μικροψυχία
4 ταπείνωση
5 ατολμία
6 κατάντια
7 ανανδρία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---