Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abiettézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abjetˈtettsa]

1 αθλιότητα
2 λιγοψυχία
3 μικροψυχία
4 ταπείνωση
5 ατολμία
6 κατάντια
7 ανανδρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abiettare abietto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abetaia (θηλ.ουσ)
abete (ουσ αρσ )
abetina (θηλ.ουσ)
abiettamente (επίρ.)
abiettare (ρ.αμτβ.)
abiettezza (θηλ.ουσ)
abietto (επίθ.)
abiezione (θηλ.ουσ)
abigeato (ουσ αρσ )
abigeo (ουσ αρσ )
abile (επίθ.)
abilità (θηλ.ουσ)
abilitare (ρ. μτβ.)
abilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
abilitato (επίθ.)
abilitazione (θηλ.ουσ)
abilmente (επίρ.)
abiocenosi (θηλ.ουσ)
abissale (επίθ.)
abisso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---