Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abigeàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abiʤeˈato]

ζωοκλοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abiezione abigeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abiettamente (επίρ.)
abiettare (ρ.αμτβ.)
abiettezza (θηλ.ουσ)
abietto (επίθ.)
abiezione (θηλ.ουσ)
abigeato (ουσ αρσ )
abigeo (ουσ αρσ )
abile (επίθ.)
abilità (θηλ.ουσ)
abilitare (ρ. μτβ.)
abilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
abilitato (επίθ.)
abilitazione (θηλ.ουσ)
abilmente (επίρ.)
abiocenosi (θηλ.ουσ)
abissale (επίθ.)
abisso (ουσ αρσ )
abitabile (αρσ. επίθ και ουσ)
abitabilità (θηλ.ουσ)
abitacolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---