Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abducènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [abduˈʧɛnte]

απαγωγός (ιατρική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abdicazione abdurre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abburattone (ουσ αρσ )
abdicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdicare (ρ.αμτβ.)
abdicatario (επίθ.)
abdicazione (θηλ.ουσ)
abducente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdurre (ρ. μτβ.)
abduttore (ουσ αρσ )
abduttore (επίθ.)
abduzione (θηλ.ουσ)
aberrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aberrare (ρ.αμτβ.)
aberrazione (θηλ.ουσ)
abetaia (θηλ.ουσ)
abete (ουσ αρσ )
abetina (θηλ.ουσ)
abiettamente (επίρ.)
abiettare (ρ.αμτβ.)
abiettezza (θηλ.ουσ)
abietto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---