Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abburattaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abburattaˈmento]

1 λογόρροια
2 παραλήρημα ψυχασθενούς
3 κοσκίνισμα
4 διαχωρισμός με κόσκινο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbuono abburattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuiamento (ουσ αρσ )
abbuiare (ρ.αμτβ.)
abbuiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuono (ουσ αρσ )
abburattamento (ουσ αρσ )
abburattare (ρ.αμτβ.)
abburattata (θηλ.ουσ)
abburattatore (ουσ αρσ )
abburattone (ουσ αρσ )
abdicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdicare (ρ.αμτβ.)
abdicatario (επίθ.)
abdicazione (θηλ.ουσ)
abducente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abdurre (ρ. μτβ.)
abduttore (ουσ αρσ )
abduttore (επίθ.)
abduzione (θηλ.ουσ)
aberrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---