Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbrutiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbrutiˈmento]

1 κτηνωδία
2 αποκτήνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbrustolirsi abbrutire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbrustiare (ρ. μτβ.)
abbrustiatura (θηλ.ουσ)
abbrustolimento (ουσ αρσ )
abbrustolire (ρ. μτβ.)
abbrustolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbrutimento (ουσ αρσ )
abbrutire (ρ.αμτβ.)
abbrutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbruttire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuiamento (ουσ αρσ )
abbuiare (ρ.αμτβ.)
abbuiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuono (ουσ αρσ )
abburattamento (ουσ αρσ )
abburattare (ρ.αμτβ.)
abburattata (θηλ.ουσ)
abburattatore (ουσ αρσ )
abburattone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---