Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbrunàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbruˈnato]

1 πενθών
2 που φορά πένθος
3 μεσίστιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbrunarsi abbrunire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbruciamento (ουσ αρσ )
abbruciare (ρ. μτβ.)
abbrumare (ρ.αμτβ.)
abbrunare (ρ. μτβ.)
abbrunarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbrunato (επίθ.)
abbrunire (ρ.αμτβ.)
abbruscare (ρ. μτβ.)
abbrustiare (ρ. μτβ.)
abbrustiatura (θηλ.ουσ)
abbrustolimento (ουσ αρσ )
abbrustolire (ρ. μτβ.)
abbrustolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbrutimento (ουσ αρσ )
abbrutire (ρ.αμτβ.)
abbrutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbruttire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbuiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---