Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veleggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) vellutàre (ρ. μτβ.)
veleggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) vellutàto (επίθ.)
velenìfero (επίθ.) vellutatrìce (θηλ.ουσ)
veléno (ουσ αρσ ) vellutìno (ουσ αρσ )
velenosità (θηλ.ουσ) vellùto (ουσ αρσ )
velenóso (επίθ.) vélo (ουσ αρσ )
velerìa (θηλ.ουσ) velóce, velòce (επίθ.)
velétta (θηλ.ουσ) veloceménte (επίρ.)
vèlico (επίθ.) velocìpede (αρσ. επίθ και ουσ)
velièro (ουσ αρσ ) velocipedìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
velifìcio (ουσ αρσ ) velocipedìstico (επίθ.)
velìna (θηλ.ουσ) velocìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
velìsmo (ουσ αρσ ) velocità (θηλ.ουσ)
velìsta (ουσ αρσ και θηλ.) velocréspo (ουσ αρσ )
Velìti (κύρ.όν. αρσ.) velours (ουσ αρσ )
velìvolo (αρσ. επίθ και ουσ) vèltro, véltro (ουσ αρσ )
velleità (θηλ.ουσ) véna (θηλ.ουσ)
velleitàrio (ουσ αρσ ) venàle (επίθ.)
velleitàrio (επίθ.) venalità (θηλ.ουσ)
velleitarìsmo (ουσ αρσ ) venàre (ρ. μτβ.)
vellicaménto (ουσ αρσ ) venàto (επίθ.)
vellicàre (ρ. μτβ.) venatòrio (επίθ.)
vellicazióne (θηλ.ουσ) venatùra (θηλ.ουσ)
vèllo (ουσ αρσ ) vendémmia (θηλ.ουσ)
vellóso (επίθ.) vendemmiàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: