Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umbóne (ουσ αρσ ) umóre (ουσ αρσ )
umbràtile (επίθ.) umorésca (θηλ.ουσ)
umeràle (επίθ.) umorìsmo (ουσ αρσ )
umettànte (επίθ.) umorìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umettàre (ρ. μτβ.) umoristicaménte (επίρ.)
umettazióne (θηλ.ουσ) umorìstico (επίθ.)
ùmico (επίθ.) un (οριστ. άρθ.)
umidézza (θηλ.ουσ) unànime (επίθ.)
umidìccio (επίθ.) unanimeménte (επίρ.)
umidificàre (ρ. μτβ.) unanimìsmo (ουσ αρσ )
umidificatóre (ουσ αρσ ) unanimità (θηλ.ουσ)
umidificazióne (θηλ.ουσ) unciàle (θηλ. επίθ και ουσ)
umidità (θηλ.ουσ) uncinàre (ρ. μτβ.)
ùmido (ουσ αρσ ) uncinàto (επίθ.)
ùmido (επίθ.) uncinétto (ουσ αρσ )
umìfero (επίθ.) uncìno (ουσ αρσ )
umificazióne (θηλ.ουσ) undècimo (ουσ αρσ )
ùmile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) undècimo (επίθ.)
umiliànte (επίθ.) undicènne (ουσ αρσ )
umiliàre (ρ. μτβ.) undicènne (θηλ.ουσ)
umiliatìvo (επίθ.) undicènne (επίθ.)
umiliàto (αρσ. επίθ και ουσ) undicèsimo, undicésimo (ουσ αρσ )
umiliazióne (θηλ.ουσ) undicèsimo, undicésimo (επίθ.)
umilménte (επίρ.) ùndici (αρσ. επίθ και ουσ)
umiltà (θηλ.ουσ) ungàrico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: