Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

totalitàrio (επίθ.) traballaménto (ουσ αρσ )
totalitarìsmo (ουσ αρσ ) traballànte (επίθ.)
totalitarìstico (επίθ.) traballàre (ρ.αμτβ.)
totalizzàre (ρ. μτβ.) traballìo (ουσ αρσ )
totalizzatóre (ουσ αρσ ) traballóne (ουσ αρσ )
totalizzazióne (θηλ.ουσ) trabalzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tòtano (ουσ αρσ ) trabalzóne (ουσ αρσ )
tòtem, totèm (ουσ αρσ ) trabàtto (ουσ αρσ )
totèmico (επίθ.) tràbea (θηλ.ουσ)
totemìsmo (ουσ αρσ ) trabeazióne (θηλ.ουσ)
TOTÌP, totìp (ουσ αρσ ) trabìccolo (ουσ αρσ )
totocàlcio (ουσ αρσ ) traboccànte (επίθ.)
tottavìlla (θηλ.ουσ) traboccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
toupet (ουσ αρσ ) trabocchétto (ουσ αρσ )
tour de force (ουσ αρσ ) trabocchévole (επίθ.)
tournée (θηλ.ουσ) trabócco (ουσ αρσ )
tourniquet (ουσ αρσ ) trabùcco (ουσ αρσ )
tout court (επίρ.) tracagnòtto (ουσ αρσ )
tovàglia (θηλ.ουσ) tracagnòtto (επίθ.)
tovagliàto (ουσ αρσ ) tracannàre (ρ. μτβ.)
tovagliòlo (ουσ αρσ ) traccheggiàre (ρ.αμτβ.)
tòzzo (ουσ αρσ ) traccheggiàre (ρ. μτβ.)
tòzzo (επίθ.) tracchéggio (ουσ αρσ )
tra (πρόθ.) tràccia (θηλ.ουσ)
trabàccolo (ουσ αρσ ) tracciaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: