Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔttso]

κομμάτι

tòzzo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔttso]

1 κοντοπίθαρος
2 κοντόχοντρος
3 κοντοφάρδουλος
4 κοντόπαχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tovagliolo tra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tourniquet (ουσ αρσ )
tout court (επίρ.)
tovaglia (θηλ.ουσ)
tovagliato (ουσ αρσ )
tovagliolo (ουσ αρσ )
tozzo (ουσ αρσ )
tozzo (επίθ.)
tra (πρόθ.)
trabaccolo (ουσ αρσ )
traballamento (ουσ αρσ )
traballante (επίθ.)
traballare (ρ.αμτβ.)
traballio (ουσ αρσ )
traballone (ουσ αρσ )
trabalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trabalzone (ουσ αρσ )
trabatto (ουσ αρσ )
trabea (θηλ.ουσ)
trabeazione (θηλ.ουσ)
trabiccolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---