Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traballàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [trabalˈlare]

1 παραπατώ
2 τινάζομαι
3 τραντάζομαι
4 στραβοπατώ
5 παραπαίω
6 τρεκλίζω
7 τρικλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traballante traballio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tozzo (επίθ.)
tra (πρόθ.)
trabaccolo (ουσ αρσ )
traballamento (ουσ αρσ )
traballante (επίθ.)
traballare (ρ.αμτβ.)
traballio (ουσ αρσ )
traballone (ουσ αρσ )
trabalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trabalzone (ουσ αρσ )
trabatto (ουσ αρσ )
trabea (θηλ.ουσ)
trabeazione (θηλ.ουσ)
trabiccolo (ουσ αρσ )
traboccante (επίθ.)
traboccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trabocchetto (ουσ αρσ )
trabocchevole (επίθ.)
trabocco (ουσ αρσ )
trabucco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---