Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traballaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traballaˈmento]

1 κλονισμός
2 παραπάτημα
3 τρίκλισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trabaccolo traballante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tovagliolo (ουσ αρσ )
tozzo (ουσ αρσ )
tozzo (επίθ.)
tra (πρόθ.)
trabaccolo (ουσ αρσ )
traballamento (ουσ αρσ )
traballante (επίθ.)
traballare (ρ.αμτβ.)
traballio (ουσ αρσ )
traballone (ουσ αρσ )
trabalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trabalzone (ουσ αρσ )
trabatto (ουσ αρσ )
trabea (θηλ.ουσ)
trabeazione (θηλ.ουσ)
trabiccolo (ουσ αρσ )
traboccante (επίθ.)
traboccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trabocchetto (ουσ αρσ )
trabocchevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---